Από την γέννηση του νέου-ελληνικού έθνους, προσπαθούμε ως λαός να γίνουμε "Ευρωπαίοι". Προσπαθούμε συνεχώς και σε κάθε επίπεδο, πολιτιστικό, πολιτικό, κοινωνικό, να αντιγράφουμε τις εξελίξεις στην Δύση ή απλά να συμμετέχουμε σε αυτές, θέλοντας έτσι να βρούμε μια ταυτότητα που ποτέ δεν είχαμε από μόνοι μας. Όντας όμως ένας λαός που δεν έγινε ποτέ έθνος, υπό την έννοια της ανακάλυψης της αυθεντικότητάς του, αδυνατούμε να γίνουμε δημιουργοί, και μένουμε ως μεταφραστές της Δύσης. Ακολουθούμε τα μονοπάτια που ανοίγουν άλλοι.
Ποτέ δεν κάναμε την απαραίτητη εσωτερική στροφή ώστε να βρούμε την φυσιογνωμία μας, να δουλέψουμε πάνω σ' αυτή και να αποκτήσουμε μία αυτοεπιβεβαιωμένη ύπαρξη, η οποία κατ' επέκταση να γίνει και δυναμική εξωτερίκευση μιας μοναδικής ταυτότητας που θα είχε πολλά να προσφέρει στο μεγάλο ποτάμι του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αντιθέτως, ειδικά σε περιόδους κρίσης και ιδεολογικού αδιεξόδου, ο νεοέλληνας έστρεφε πάντα το βλέμμα του στις ταυτότητες της Ευρώπης, προσπαθώντας να αντιγράψει τις πολιτικές εξελίξεις και ρεύματα, μόνο όμως εξωτερικά, πρόχειρα, επιφανειακά, μη αντιλαμβανόμενος ότι όλα αυτά είναι αποτέλεσμα μίας συγκεκριμένης κοινωνικής και πνευματικής διεργασίας, κάποιων κοινωνικών εξελίξεων που η Ελλάδα δυστυχώς δεν πέρασε ιστορικά και ενός ουσιαστικού περιεχομένου το οποίο μονίμως δεν κάνουμε τον κόπο ΕΣΤΩ να προσέξουμε. Σαν να παίρνουμε δηλαδή ένα έτοιμο ωραίο ρούχο για να το φορέσουμε και να θέλουμε αυτό να μας δώσει και το lifestyle που έχουμε δει σε άλλους. Γνήσιο γνώρισμα της νεοελληνικής κοινωνίας και δυστυχώς, ειδικά της νεολαίας που επιζητά την ανανέωση. Αυτή μας η τάση για αντιγραφή, μάλλον επιτείνει την εθνική μας ανασφάλεια και το σύμπλεγμα κατωτερότητας. Ματαίως άνθρωποι όπως ο Πλήθων Γεμιστός, ο Περικλής Γιαννόπουλος ή ο Λίνος Καρζής προσπάθησαν να μας "στρίψουν το κεφάλι" προς τον εσωτερικό μας ήλιο. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας που μας διατρέχει ως νεοέλληνες - εκσυγχρονιστές "wannabe" Δυτικούς, μας κάνει πάντα να θέλουμε το έτοιμο, φανταχτερό, ξένο «προϊόν» χωρίς πολύ κόπο. Να ακολουθούμε το ρεύμα. Να πηγαίνουμε όπου κατευθύνονται οι άλλοι που βλέπουμε, αγνοώντας το πίσω από την επιφάνεια. Την κινητήρια δύναμη. Είναι καλό βέβαια να αφομοιώνουμε τις καλές ιδέες από το εξωτερικό, αλλά η αφομοίωση απαιτεί να έχουμε πρώτα μία δική μας κουλτούρα. Στα σύγχρονα Βαλκάνια βλέπουμε κάτι που μας αρέσει και καταφεύγουμε στην απομίμηση. Απαξιώνουμε την δημιουργία ενός γνήσιου πολιτισμικού στίγματος, προτιμώντας τις απομιμήσεις. Δεν επιβεβαιώνουμε έτσι την ευρωπαϊκότητά μας, αλλά αντιθέτως ακολουθούμε την συμπεριφορά ενός λαού σε σύγχυση (και μάλλον άγνοια) ταυτότητας, που είναι σε κάθε του έκφανση "οπαδός" και ποτέ "δημιουργός". Ας μην περιμένουμε όμως ποτέ να προσφέρουμε έτσι κάτι στην Ευρώπη.