Ένα ιστορικό της σημαίνουσας πορείας της δρυός στον ελληνικό χώρο.
Αντώνιου Β. Καπετάνιου
(Δασολόγου – Περιβαλλοντολόγου)
|
Μνημειακές δρύες στο δάσος Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας (φωτογραφία: Απόστολος Τζογάνης). |
«Μ’ αρέσει, δρυ, να σε θωρώ
μες στ’ ουρανού τς αγκάλες»
(από τον «Νικηφόρο Βρυέννιο», Διονύσιος Σολωμός)
Η δρυς η φυλλοβόλος, ήταν κάποτε το δένδρο που κυριαρχούσε στον ελληνικό χώρο και στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ιδίως στην αρχή της μεταπαγετωνικής περιόδου, η φυλλοβόλος δρυς, μαζί με τα φυλλοβόλα πλατύφυλλα, ήταν τα κυρίαρχα φυτικά είδη στις περιοχές αυτές. Η έννοια εξάλλου του δρυμού –που έχει επικρατήσει να λέγεται για τον τόπο που εμφανίζει πυκνή άγρια βλάστηση–, στην παρουσία της δρυός οφειλόταν, όταν κάλυπτε κάθε γωνιά του ελληνικού χώρου. Η έννοια αυτή βέβαια, έχει καθολικότερη σημασία κι αναφέρεται στον τόπο τον πλούσιο με δασική υψηλή (κυρίως) βλάστηση, ανεξαρτήτως του είδους δένδρου που τον καλύπτει (οι έννοιες του δρυμού και του δρυμώνα δεν είναι ταυτόσημες, όμως η αναφορά στο δρυμό, λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι η δρυς κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, ήταν συνυφασμένη με την παρουσία του δρυόδενδρου). Επισημαίνεται ότι ο χαρακτηρισμός «Εθνικός Δρυμός» –έμπνευση μεταξική, που απορρέει από την εθνικό ιδεώδες που καλλιεργούσαν τα δικτατορικά καθεστώτα της εποχής–, ο οποίος αποδόθηκε στις 10 περιοχές της χώρας μας που διέπονται από ειδικό, αυστηρό καθεστώς προστασίας, δεν είναι ορθός, με την έννοια ότι δεν υφίσταται η κυριολεκτική σημασία του όρου, για κείνες τις περιοχές οπού δε συγκροτείται δρυμώδες περιβάλλον. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις που το προστατευτέο περιβάλλον είναι το υδάτινο (όπως στις Πρέσπες), όταν αυτό προσδιορίζεται από την ιδιαίτερη γεωμορφολογία της περιοχής (όπως συμβαίνει με το φαράγγι της Σαμαριάς), όταν το ιδιαίτερο φυσικό τοπίο συνδυάζεται με την ιστορικότητα του τόπου, η οποία τελικά το προσδιορίζει (όπως συμβαίνει με το δρυμό του Σουνίου).
Σήμερα η δρυς έχει περιορισθεί κατά πολύ σε σχέση με παλιά, καταλαμβάνοντας έκταση 14,7 εκατομμυρίων στρεμμάτων του ελληνικού χώρου (αναφερόμαστε στη φυλλοβόλο δρυ), ελάχιστα μεγαλύτερη από κείνη των κωνοφόρων, που καταλαμβάνουν 14,2 εκατομμύρια στρέμματα, τα οποία όμως κάποτε υπολειπόταν σημαντικά των δρυοδασών (στοιχεία από την Πρώτη Εθνική Απογραφή Δασών, που πραγματοποιήθηκε από το Υπουργείο Γεωργίας το έτος 1992). Οι δρύες συμμετέχουν στη σύνθεση των ελληνικών δασών με ποσοστό 22%, ποσοστό αρκετά μικρότερο σε σχέση με το αντίστοιχο του παρελθόντος. Σημειώνουμε ότι το έτος 1964, που πραγματοποιήθηκε η Κατανομή των Δασών της Ελλάδος από το Υπουργείο Γεωργίας, το ποσοστό συμμετοχής της δρυός στη σύνθεση των ελληνικών δασών υπολογίζονταν σε 29,75%. Ενώ, το ποσοστό αυτό, κατά την Κατανομή των Δημοσίων Δασών της Ελλάδος, που πραγματοποιήθηκε από το Υπουργείο Γεωργίας το έτος 1929, ανέρχονταν στο 35,03%. Διακρίνουμε λοιπόν μια σταδιακή αλλά συνεχή, διαχρονικώς υφιστάμενη, υποχώρηση της δρυός στον ελληνικό χώρο, φτωχαίνοντας έτσι η ελληνική φύση και η χώρα, αφού αφενός μεταβαίνουμε σε περιβάλλοντα υπολειπόμενα του αρχικού, στα πλαίσια της οπισθοδρομικής διαδοχής που συντελείται, αφετέρου χάνει η χώρα το αντιπροσωπευτικό της δένδρο, το οποίο πλέον δε λογίζεται στη συνείδηση των Νεοελλήνων με αυτή του τη θεώρηση –κοντολογίς: είναι δένδρο κοινό κι όχι ιδιαίτερο, είναι δένδρο μη εκτιμημένο σήμερα· ενώ παλιά ήταν ανεκτίμητο!
Ενδεικτικό στοιχείο του κλίματος καταστροφής των δρυοδασών της χώρας μας, που ήταν έντονη και συστηματική κατά τα μεταπολεμικά χρόνια ιδίως, αποτέλεσε η διαμαρτυρία των Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων προς την Πολιτεία, η οποία προωθούσε σχετικούς νόμους που επέτειναν το κακό, όπως διατυπώνεται σε σχετική ανακοίνωση με ημερομηνία 10-2-1961, μικρό απόσπασμα της οποίας παραθέτουμε: «Εάν τα πολύτιμα δρυοδάση εις την Ελλάδα, τη χώρα των δρυμών, απεφασίσαμεν να τα καταστρέψωμεν, τούτο θα απετέλη τη χειρίστην πλάνην…»